ασπροπρόσωπος, -η, -ο, επίθ. [<ασπρο- + πρόσωπο], ασπροπρόσωπος· που περνάει με επιτυχία κάποια δοκιμασία χωρίς να ντροπιαστεί: «ο ασπροπρόσωπος άνθρωπος ξεχωρίζει με το πρώτο»·
- βγαίνω ασπροπρόσωπος, α. αντιμετωπίζω με επιτυχία τις δύσκολες καταστάσεις, τις δύσκολες περιστάσεις που μου τυχαίνουν: «αυτόν τον άνθρωπο δεν τον φοβάμαι, γιατί, ό,τι και να του τύχει, στο τέλος βγαίνει πάντα ασπροπρόσωπος». β. αποδεικνύεται η αθωότητά μου, η τιμιότητά μου: «στην αρχή τον κατηγορούσαν, αλλά, μόλις βγήκε ασπροπρόσωπος, όλοι του ζητούσαν συγνώμη»·
- τον βγάζω ασπροπρόσωπο, α. ανταποκρίνομαι με επιτυχία στην υποχρέωση που ανέλαβα να φέρω σε πέρας για λογαριασμό του και τον κάνω να νιώθει περήφανος: «πάντα μου αναθέτει τις δουλειές του, γιατί τον βγάζω ασπροπρόσωπο». β. αποδεικνύω την αθωότητα, την τιμιότητά του: «απ’ την αρχή είχα πιστέψει στην αθωότητά του και στο δικαστήριο τον έβγαλα ασπροπρόσωπο». (Λαϊκό τραγούδι: ασ’ το φέρσιμο που είχες το διπρόσωπο, κοίτα τώρα να με βγάλεις ασπροπρόσωπο). γ. δεν τον διαψεύδω για τις καλές συστάσεις που δίνει για μένα σε κάποιον και τον κάνω να νιώθει περήφανος: «είπε τα καλύτερα λόγια για μένα στο διευθυντή μου, αλλά κι εγώ τον έβγαλα ασπροπρόσωπο».